πάλι

πάλι
(ΑΜ πάλι και πάλιν)
επίρρ.
1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά 'ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ)
2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ' ἔσιθι ἐς τὸ ἱρὸν», Ηρόδ.)
3. (ως αντιθ. σύνδ.) εξάλλου, αντιθέτως («εσύ μπορεί να τόν ανέχεσαι, εγώ πάλι δεν θέλω ούτε να τόν βλέπω»)
4. με τη σειρά, αμοιβαίως («πάλιν δὲ Κῡρος ἠρώτα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πάλιν έχει προέλθει πιθ. από την αιτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πάλις με σημ. «στροφή γύρισμα, περιστροφή» το οποίο θα αναγόταν στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας πελ- τού πέλομαι «περιφέρομαι» (πρβλ. πόλος). Η επιρρμ. χρήση αυτής τής αιτ. προήλθε από εκφράσεις, όπως η πάλιν ἰέναι, πάλιν βαίνειν (για ανάλογα επιρρ. προερχόμενα από αιτ. ουσιαστικών πρβλ. δίκην, χάριν). Η άποψη ότι το -ν τού επιρρ. είναι εφελκυστικό δεν θεωρείται πιθανή. Τέλος, το επίρρ. πάλιν απαντά ως α΄ συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. με τη μορφή πολι(ν)-, αλλά και με τις μορφές παλιγ-, παλιλ-, παλιμ-, παλιρ-, παλισ-, οι οποίες προέρχονται από την αφομοίωση τού -ν προς το αρκτικό σύμφωνο τού β' συνθετικού.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) παλιγγενεσία, παλιλλογώ, παλιμβάκχειος, παλίμπαις, παλίμψηστος, παλινδρομη, παλίνδρομος, παλινοδώ, παλινωδώ, παλίρροια
αρχ.
παλιγγέλως, παλιγγενής, παλί(γ)γλωσσος, παλί(γ)γναμπτος, παλίγγνωστος, παλιγγραφία, παλιγκαπηλεύω, παλιγκινής, παλίγκλαστος, παλιγκλινής, παλίγκοτος, παλίγκραιπνος, παλιγκρισία, παλίγκτησις, παλίγκτιστος, παλίγκυρτος, παλίγξεστος, παλίδορκος, παλίλληπτος, παλίλλογος (II) παλίλλυτος, παλιμβαλής, παλίμβαμος, παλίμβιος, παλιμβλαστής, παλίμβλαστος, παλιμβληθείς, παλί(μ)βολος, παλιμβορέας, παλιμμαχώ, παλιμμεταβολή, παλιμμήκης, παλίμπηγα, παλίμπηξις, παλίμπισσα, παλιμπλάζομαι, παλιμπλανής, παλιμπλεκής, παλίμπλους, παλίμπλυτος, παλίμπτωτος, παλιμπνόη, παλίμπνοιος, παλίμπνους, παλίμποινος, παλίμπορος, παλιμπότης, παλίμποτον, παλιμπράτης, παλίμπρατος, παλιμπροδότης, παλιμπρυμνηδόν, παλίμπρυμνος, παλιμπυγηδόν, παλιμπώλης, παλίμπωλος, παλίμφοιτος, παλίμφρων, παλιμφυής, παλίμψυχος, παλινάγγελος, παλινάγρετος, παλιναίρετος, παλιναυξής, παλιναυτόμολος, παλινδαής, παλίνδικος, παλινδίνητος, παλινδινία, παλινδίωξις, παλινδορία, παλινδρομής, παλινδωμήτωρ, παλίνεδρος, παλινέμπορος, παλίνζωος, παλινηνεμία, παλινίδρυσις, παλινλιθηγία, παλινόρμενος, παλί(ν)νοστος, παλί(ν)σκιος, παλινσκοπιά, παλίνσοος, παλινστατώ, παλινστομώ, παλινστραφής, παλίνστρεπτος παλινστρόβητος, παλινσύλλεκτος, παλίντιτος, παλιντοκία, παλίντονος, παλιντράπελος, παλιντριβής, παλίντριψ, παλιντροπή, παλιντροπία, παλιντυπής παλιντυχής, παλίνωρος, παλιρρόθιος, παλίρροιβδος, παλίρροπος, παλίρρους, παλίρροχθος, παλιρρύμη, παλίρρυτος, παλίσσυρτος, παλίσσυτος, παλιτραχηλίζω, παλίωξις
αρχ.-μσν.
παλιγκάπηλος, παλιμπετής, παλιμπόρευτος, παλίμπους, παλίμφημος, παλινόρμητος, παλίνορσος, παλίνστροφος, παλίντροπος
μσν.
παλιλλεξίαι, παλίμπεμπτος, παλίννοσος, παλίντοκος, παλίπνοια, παλίρρευσις
νεοελλ.
παλικινησία, παλι(λ)λαλία, παλίλλογος (Ι), παλιμφρασία, παλινθέρμανση, παλινορθώνω. (Β' συνθετικό) αρχ. ανάπαλιν, έμπαλιν, εξέμπαλιν, πάμπαλιν, τραπέμπαλιν
νεοελλ.
τἀνάπαλιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάλι — επίρρ. 1. ξανά, άλλη μια φορά: Να έρθεις πάλι. 2. πίσω: Πήρε το βιβλίο και το έφερε πάλι. 3. αντίθετα: Πολλοί θέλουν τη δημοτική γλώσσα, άλλοι πάλι έχουν επιφυλάξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάλι — η γλωσσ. μεσαιωνική ινδοάρια γλώσσα βορειοϊνδικής προέλευσης, που αποτελεί γλώσσα τού βουδιστικού κανόνα Θεραβάντα και τής βουδιστικής ιερής φιλολογίας, αλλ. παλική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • παλι(ο)- — βλ. παλαιο …   Dictionary of Greek

  • πάλι — πάλιν back poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιώξει — παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλῑώξεϊ , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (epic) παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινδίνητον — παλῑνδίνητον , παλινδίνητος whirling round and round masc/fem acc sg παλῑνδίνητον , παλινδίνητος whirling round and round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινδίνητε — παλῑνδίνητε , παλινδίνητος whirling round and round masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινδίνητος — παλῑνδίνητος , παλινδίνητος whirling round and round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιώξεως — παλῑώξεω̆ς , παλίωξις pursuit in turn fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίωξιν — παλί̱ωξιν , παλίωξις pursuit in turn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”